επιτηδευματίας
Смотреть что такое "επιτηδευματίας" в других словарях:
επιτηδευματίας — ο [επιτήδευμα] αυτός που ασκεί ένα επιτήδευμα, ένα επάγγελμα, ο επαγγελματίας … Dictionary of Greek
επιτηδευματίας — ο αυτός που ασκεί επιτήδευμα (βλ. λ.), ο επαγγελματίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαγγελματίας — ο αυτός που ασκεί κάποιο επάγγελμα για βιοπορισμό, ο επιτηδευματίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)