επιτηδευματίας

επιτηδευματίας

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επιτηδευματίας" в других словарях:

  • επιτηδευματίας — ο [επιτήδευμα] αυτός που ασκεί ένα επιτήδευμα, ένα επάγγελμα, ο επαγγελματίας …   Dictionary of Greek

  • επιτηδευματίας — ο αυτός που ασκεί επιτήδευμα (βλ. λ.), ο επαγγελματίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επαγγελματίας — ο αυτός που ασκεί κάποιο επάγγελμα για βιοπορισμό, ο επιτηδευματίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»